ἐνίσχυσεν

ἐνίσχυσεν
ἐνί̱σχῡσεν , ἐν-ἰσχύω
to be strong
aor ind act 3rd sg
ἐνίσχῡσεν , ἐν-ἰσχύω
to be strong
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενισχύω — (AM ἐνισχύω) [ισχύω] δυναμώνω, βοηθώ, ισχυροποιώ, ανακουφίζω («τόν ενίσχυσε χρηματικά») αρχ. 1. (αμτβ.) υπερισχύω, επικρατώ, γίνομαι ισχυρότερος («ἐν ταῑς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα καὶ τὰ ἤθη», Αριστοτ.) 2. (απολ.) ισχύω, κρατώ 3. αποκτώ δυνάμεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”